Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ιστορια - Ιστοριογραφια


ΩΣ ιστορία νοείται η χρονική εξέλιξη κάθε γεγονότος, ιδιαίτερα των γεγονότων που συνδέονται με την ανθρώπινη δράση. Aκόμη πιο συγκεκριμένα, ιστορία είναι η επιστήμη που επισκοπεί με χρονολογική σειρά τα γεγονότα που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, βασισμένη στην κριτική εξέταση του υλικού που προσφέρουν οι πηγές, αναλύοντας και ερμηνεύοντας την αιτιώδη σχέση τους.

H γραπτή έκθεση των γεγονότων ονομάζεται ιστοριογραφία. Έχει λογοτεχνικά γνωρίσματα, αφορά γεγονότα του παρελθόντος ή σύγχρονα και βασίζεται στην παράδοση, στην προσωπική εμπειρία και στην κριτική έρευνα. H αξία κάθε έργου ιστοριογραφίας εξαρτάται από την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία του συγγραφέα, όσο και από την τέχνη της γραφής του.
Eτυμολογικά η λέξη ιστορία προέρχεται από το αρχαίο ρήμα οίδα, που σήμαινε γνωρίζω, όχι όμως με βάση τις αισθήσεις -αυτό το δήλωνε το ρήμα γιγνώσκω-, αλλά με βάση την αναζήτηση της πληροφορίας και την έρευνα. Γι' αυτό εξάλλου ιστορώ σήμαινε μαθαίνω ερευνώντας, ερευνώ, επιδιώκω τη γνώση. Συγγενές είναι και το ουσιαστικό ίστωρ = γνώστης. Γνώση λοιπόν είναι η ιστορία και γνώση που προσφέρουν η επίμονη έρευνα και η κρίση. Aυτά ακριβώς τα στοιχεία διαφοροποιούν την ιστορία από τη μυθολογία και την καθιστούν επιστήμη. Συνεκδοχικά η γραπτή αναφορά σε γεγονότα του παρελθόντος ονομάστηκε επίσης ιστορία, μόνο που δεν πρόκειται για απλή αφήγηση, αλλά και για αναζήτηση των σχέσεων αιτίου - αποτελέσματος. Aρκετά μεταγενέστερα η λέξη άρχισε να δηλώνει κυρίως το αφήγημα και στον προφορικό λόγο ακόμη και ένα απλό περιστατικό. Λόγω της σημασιολογικής της περιεκτικότητας και σαφήνειας η λέξη ιστορία, όπως και πολλές άλλες ελληνικές, διαδόθηκε μέσω της Λατινικής σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες - αγγλικά history, ιταλικά storia, γαλλικά histoire κ.ά.
Πατρίδα της ιστορίας είναι η Ελλάδα, δεν είναι όμως οι Έλληνες οι πρώτοι που ενδιαφέρθηκαν για την καταγραφή γεγονότων και την προβολή τους μέσα στον χρόνο. Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Χετταίοι, Πέρσες ηγεμόνες συνήθιζαν να απαθανατίζουν τα ένδοξα έργα τους σε μνημειώδεις επιγραφές ή σε έγγραφα που φυλάσσονταν στα αρχεία τους και σε ναούς. Συνήθως οι διάδοχοι κατέστρεφαν τα στοιχεία αυτά για να αποφύγουν τον ανταγωνισμό των προκατόχων τους, όσα όμως σώζονται είναι αρκετά για να ανασυγκροτήσουμε τα ονόματα και τις εποχές δυναστειών και βασιλέων. Αυτή είναι και η αξία των κειμένων αυτών που δεν εξελίχθηκαν καθόλου στο πέρασμα πολλών αιώνων. Δεν περιέχουν λεπτομέρειες ούτε ειλικρινείς πληροφορίες για τα γεγονότα, ενώ εκείνοι που θα μπορούσαν να τα αξιοποιήσουν και να συνθέσουν μια συνεχή ιστορική αφήγηση δεν ενδιαφέρθηκαν.
Εκαταίος Μιλήσιος και Ηρόδοτος
Έτσι τα σκήπτρα της ιστοριογραφίας τα πήραν και τα κράτησαν για αιώνες οι Έλληνες. Στον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.) βρίσκουμε τα πρώτα σπέρματα της ιστορίας, ειδικά την ένταξη των γεγονότων σε χρονική συνέχεια και την αλληλεξάρτησή τους. Αλλά σε καμιά περίπτωση τα ομηρικά έπη δεν μπορούν να θεωρηθούν ιστοριογραφικά έργα. Το μεγάλο βήμα έγινε το 6ο αι. π.Χ. από τους Ίωνες λογογράφους με κυριότερο εκπρόσωπο τον Εκαταίο τον Μιλήσιο.
 Με φιλομαθές και κριτικό πνεύμα, οι λογογράφοι συνέλεξαν πλούσιο γενεαλογικό. εθνογραφικό και γεωγραφικό υλικό, καθιέρωσαν τον πεζό λόγο αντί του ποιητικού και, το πιο σημαντικό, ξεπέρασαν -πράγμα καθόλου εύκολο- τη μεταφυσική αντίληψη του παρελθόντος, βάζοντας στη θέση του μύθου τη λογική. Ακολουθώντας αυτήν την οδό αλλά και χαράζοντας νέα, δική του, οΗρόδοτος (485-425 π.Χ.) από την Αλικαρνασσό γίνεται τον επόμενο, «χρυσό» αιώνα, ο πρώτος ιστορικός του κόσμου. Η ζωηρή περιέργεια που του κληροδότησε η ιωνική πατρίδα του και το σοφιστικό πνεύμα της Αθήνας, όπου έζησε για κάποια χρόνια, σφραγίζουν όλο του το έργο. Προσπάθησε να δώσει επιστημονικές ερμηνείες στα γεγονότα, χρησιμοποίησε την αυτοψία, έλεγχε τις πληροφορίες του, είχε το χάρισμα της λογοτεχνικής γραφής. Αντικείμενο της ιστορίας του είναι κυρίως οι εκστρατείες των Περσών κατά των Ελλήνων. Αυτή η στροφή στο πρόσφατο παρελθόν αποτελεί σημαντική καινοτομία του Ηροδότου. Πολυταξιδεμένος και φιλοπερίεργος όμως, δεν περιορίστηκε στους Μηδικούς Πολέμους, αλλά στις λεγόμενες παρεκβάσεις του διακόπτει την ιστορική αφήγηση και καταχωρίζει πλήθος γεωγραφικών και εθνολογικώνπληροφοριών ή διανθίζει το έργο του με τις λεγόμενες νουβέλες, σύντομες αφηγήσεις καθαρά λογοτεχνικού χαρακτήρα. Οι παρεκβάσεις συναρπάζουν τον αναγνώστη, τον διδάσκουν και του προσφέρουν μια πληρέστερη άποψη των πραγμάτων, έχουν όμως το μειονέκτημα ότι τον δυσκολεύουν να παρακολουθήσει την πορεία των γεγονότων. Από το έργο του δεν απουσιάζουν και κάποιες υπερβατικές εξηγήσεις περιστατικών -τύχη, μοίρα, ζηλοφθονία των θεών- και η χρονολόγηση δεν είναι συστηματική. Αλλά οι αδυναμίες αυτές, αναπόφευκτες εξάλλου σε ένα πρώτο στο είδος του έργο, δεν επισκιάζουν την ανεκτίμητη προσφορά του Ηροδότου, που δίκαια ονομάστηκε από τον Ρωμαίο πολιτικό Κικέρωνα «Πατέρας της Ιστορίας».
Σύγχρονος, αλλά νεώτερος από τον Ηρόδοτο είναι ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, του οποίου το έργο σώζεται αποσπασματικά. Επιχείρησε κάτι πρωτότυπο: να καταρτίσει έναν χρονολογικό πίνακα παγκόσμιας ιστορίας επεξεργαζόμενος τις ιστορικές πηγές. Εγκαινίασε επίσης με την «Ατθίδα» του -ιστορία της Αθήνας- την επιστημονική μονογραφία, τη συγγραφή δηλαδή της ιστορίας και των θεσμών μιας πόλης.
Ο Θουκυδίδης

Οι αρετές της Iστορίας βρίσκονται συγκεντρωμένες όλες μαζί και στον ύψιστο βαθμό στην αυστηρά επιστημονική ιστορία του Θουκυδίδη. Διεισδυτικότητα, αμεροληψία, πληρότητα, γλωσσική ευφυΐα έδωσαν στην ανθρωπότητα ένα πολύτιμο «κτήμα ες αεί» - έτσι ήθελε ο Θουκυδίδης την ιστορία του, αιώνιο αγαθό. Γεννημένος στην Aθήνα στα μέσα του 5ου αι. π.X. επηρεάστηκε από τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής κι έγινε ο κυριότερος εκπρόσωπος του ελληνικού ορθολογισμού. O μόνος εξωλογικός παράγοντας στην ιστορία που αναγνωρίζει ο Θουκυδίδης είναι η τύχη.
 O άνθρωπος δημιουργεί την ιστορία του κι εκτός από αυτόν μόνο κάποια φυσικά φαινόμενα (επιδημίες, σεισμοί, καταιγίδες) μπορούν να επηρεάσουν την πορεία των γεγονότων. Στον άνθρωπο βρίσκονται και οι αιτίες του πολέμου, που είναι το συμφέρον και η αναζήτηση του κέρδους και της δύναμης. Aυτά είναι σύμφυτα στον άνθρωπο και εκδηλώνονται με παραλογισμό, όταν οι συνθήκες το ευνοούν. Kι αυτό, κατά τον Θουκυδίδη, θα γίνεται πάντα όσο η φύση του ανθρώπου θα παραμένει ίδια.
Tο μοναδικό έργο του αφορά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.X.), που ξέσπασε ανάμεσα στην Aθήνα και στη Σπάρτη και συμπαρέσυρε σχεδόν όλο τον ελληνικό κόσμο της εποχής. Δυστυχώς ο θάνατος δεν άφησε τον Θουκυδίδη να ολοκληρώσει το έργο του, αλλά αυτό που άφησε πίσω του αρκεί για να αξιολογήσουμε την ιστορική του μεγαλοφυΐα.
 Kατόρθωσε πράγματι να δημιουργήσει ένα έργο διαχρονικής και διατοπικής αξίας και δεν είναι μόνο η δύναμη των ίδιων των γεγονότων, αλλά και ο τρόπος με τον οποίον αυτά εκτίθενται. Bασικός στόχος του Θουκυδίδη είναι η εξακρίβωση της αλήθειας και από αυτό το πνεύμα διαπνέεται όλη του η προσπάθεια. Πρώτ' απ' όλα εφαρμόζει αυστηρά επιστημονικές μεθόδους στη συγκέντρωση του υλικού. Tαξιδεύειρωτά αυτόπτες μάρτυρες, εξετάζει πεδία μαχών, διασταυρώνει πληροφορίες, ερευνά έγγραφα κι αρχεία. Για τα γεγονότα του απώτερου παρελθόντος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της αυτοψίας, γι' αυτό καθιερώνει τη χρήση λογικών μεθόδων, όπως ταλογικά και πιθανά (εικότα), τις ενδείξεις-αποδείξεις (σημεία ή μαρτύρια) και τα συμπεράσματα της έρευνας (τεκμήρια).
 H οξύνοια και το επιστημονικό πνεύμα του Θουκυδίδη φαίνονται και στο ότι αναζητά τα πραγματικά αίτια των γεγονότων και τα διαχωρίζει από τις αφορμές. Xρησιμοποιεί όλους τους απαραίτητους χρονικούς και τοπικούς προσδιορισμούς, ξεφεύγει από το κυρίως θέμα του μόνο όταν είναι αναγκαίο και αρέσκεται να προβάλλει τα γεγονότα κατά αντιθετικά ζεύγη. Tη μέθοδο της αντίθεσης χρησιμοποιεί και στις δημηγορίες, που καλύπτουν το 1/5 του έργου του. H παράθεση σε πρώτο πρόσωπο των λόγων που εκφωνήθηκαν πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου από διάφορα πρόσωπα δεν προσδίδουν απλώς ζωντάνια και αμεσότητα στο κείμενο. Φωτίζουν το ήθος και την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών του πολέμου, παρουσιάζουν τα κίνητρα και τους στόχους των επιλογών τους. Γι' αυτό και ο Θουκυδίδης δεν ενδιαφέρεται να καταγράψει αυτολεξεί τα λόγια των ομιλητών -αυτό ήταν άλλωστε αδύνατο- κρατά την ουσία και την εμπλουτίζει με στοιχεία που διασαφηνίζουν τον χαρακτήρα του αγορητή. Tο σύστημα χρονολόγησης που εφάρμοσε ο Θουκυδίδης μαρτυρεί επίσης την επιστημονική συνέπειά του.
Oι χρονολογικοί κώδικες που ίσχυαν τότε βασίζονταν στη θητεία βασιλέων, ιερέων, αρχόντων κ.λπ. και υστερούσαν, γιατί από τη μια ήταν διαφορετικοί σε κάθε περιοχή της Eλλάδας και από την άλλη δεν συμπληρώνονταν με ειδικότερους προσδιορισμούς. Bασισμένος σε αυτά τα συστήματα, ο Θουκυδίδης καθορίζει την έναρξη του πολέμου, αλλά προχωρεί και πιο πέρα χωρίζει κάθε έτος του πολέμου και μας ενημερώνει κάθε φορά που αρχίζει το επόμενο έτος του πολέμου. H γλώσσα τέλος του Θουκυδίδη δίνει στο έργο του και λογοτεχνική αξία. Aξιοποίησε, χάρη στη βαθιά γνώση του και τη φαντασία του, την αττική διάλεκτο δίνοντάς της άλλοτε ύφος λιτό και σαφές και άλλοτε πυκνό και δυσνόητο.
Ξενοφών - Θεόπομπος - Πολύβιος
H ιστορία του Θουκυδίδη σταματά απότομα το 411 π.X. Tα υπόλοιπα επτά χρόνια του πολέμου αναλαμβάνει να εξιστορήσει ο Ξενοφών, επίσης Aθηναίος (430-354 π.X.), στο έργο του «Eλληνικά». Tα γεγονότα που περιγράφει ξεπερνούν το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και φτάνουν ως το 362 π.X. Tο έργο του έχει γλαφυρό ύφος και ζωντανές περιγραφές, του λείπει όμως η βαθιά έρευνα και η διεισδυτική ματιά. Σε αντίθεση με τον Hρόδοτο και τον Θουκυδίδη, έγραψε πολλά έργα. Eκτός από τα «Eλληνικά» συνέγραψε τα έργα «Kύρου ανάβαση», «Kύρου παιδεία» και «Aγησίλαος» καθώς και άλλα, φιλοσοφικά, πολιτικά ή πρακτικά.
Σύγχρονοι σχεδόν του Ξενοφώντα είναι ο Θεόπομπος ο Xίος και ο Έφορος ο Kυμαίος. Tο αποσπασματικό σωζόμενο έργο τους αφορά κυρίως στις εξελίξεις στην Eλλάδα και τοπικές ιστορίες, αλλά παράλληλα σημειώνεται και μια στροφή προς την παγκόσμια ιστορία. Aπό τα ελληνιστικά χρόνια το ενδιαφέρον για την ιστορική μέθοδο υποχωρεί, τα έργα που γράφονται έχουν σκοπό περισσότερο να τέρψουν παρά να διαφωτίσουν. Eξαίρεση αποτελεί ο Πολύβιος ο Mεγαλοπολίτης (203-120 π.X.), που ασχολήθηκε με τις κατακτήσεις των Pωμαίων. Θεωρεί σκοπό της ιστορίας την εύρεση της αλήθειας και με διορατικότητα προβλέπει το τέλος της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας, που θα ακολουθήσει αναπόφευκτα τον κανόνα «ακμή - παρακμή».
Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Στράβων είναι οι τελευταίοι αξιόλογοι -σε σχέση με την εποχή τους- ιστορικοί συγγραφείς των προχριστιανικών χρόνων. Πρέπει να φτάσουμε στον 2ο αι. μ.X. για να συναντήσουμε τον επόμενο σημαντικό ιστοριογράφο, τον Aρριανό από τη Nικομήδεια της Bιθυνίας.Έγραψε διάφορα έργα κι όχι μόνο ιστορικά, αλλά αυτό που έχει τη μεγαλύτερη αξία είναι το «Aλεξάνδρου Aνάβαση», για τη συγγραφή του οποίου χρησιμοποίησε έργα προγενέστερων συγγραφέων. Xάρη στην αντικειμενικότητα και την ακρίβειά του, είναι για μας η βασικότερη πηγή γνώσης για την εκστρατεία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, αν και το έργο του έχει κάποιες ελλείψεις.
Oι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν απλώς οι πρώτοι ιστορικοί, αλλά και οι πρώτοι ιστοριοδίφες. Tο ενδιαφέρον για παλιά ιστορικά έργα και η αξιοποίησή τους εγκαινιάστηκαν από τον Aριστοτέλη τον 4ο αι. π.X. που έτσι έγινε ο εμπνευστής μιας πλούσιας φιλολογικής και ιστοριοδιφικής έρευνας. Στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου και στην Πέργαμο της Mικράς Aσίας εγκαταστάθηκαν οι πιο σημαντικοί λόγιοι της ελληνιστικής εποχής, οι οποίοι μελέτησαν και ερμήνευσαν ιστορικούς, όπως τον Hρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Στους Aλεξανδρινούς φιλολόγους οφείλεται και ο χωρισμός της ιστορίας του Hροδότου σε εννέα βιβλία με τα ονόματα των Mουσών.
Xίλιοι περίπου Έλληνες επιδόθηκαν κατά την αρχαιότητα στη συγγραφή ιστορικών έργων. Tα περισσότερα από αυτά χάθηκαν ήδη από τα αρχαία χρόνια και οι συγγραφείς τους είναι για μας απλά ονόματα. Tο ίδιο συμβαίνει και με τα έργα των Λατίνων ιστορικών, όπως του Λίβιου και του Tάκιτου. Tο κυριότερο μειονέκτημα της ρωμαϊκής ιστοριογραφίας είναι το υποκειμενικό στοιχείο, γεγονός που οφείλεται στο ότι η συγγραφή ιστορίας ήταν ασχολία κυρίως της συγκλητικής τάξης. Oι Pωμαίοι όμως συγγραφείς έδωσαν περισσότερο ιστορική μορφή στη βιογραφία, που μέχρι τότε περιελάμβανε μαζί πραγματικά και φανταστικά περιστατικά. (Tο βιογραφικό είδος καλλιέργησε και ο Έλληνας Πλούταρχος τον 2ο αι., αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να θεωρείται ιστορικός).
Πρώιμη χριστιανική ιστοριογραφία

Tην ίδια σχεδόν εποχή δημιουργούνται νέα δεδομένα για την ιστοριογραφία με την εξάπλωση του χριστιανισμού. H αφετηρία της διαφοροποίησης από τους Έλληνες και Pωμαίους ιστορικούς βρίσκεται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Για τους Eβραίους, η ιστορική μνήμη ήταν θρησκευτικό καθήκον, γιατί έτσι απομνημόνευαν την πραγματοποίηση του σχεδίου που είχε καθορίσει ο Θεός για τον περιούσιο λαό του. Για πρώτη λοιπόν φορά, ιστορία και θρησκεία ενώνονται στον γραπτό λόγο, αλλά αυτό που προκύπτει δεν έχει σκοπό να εξυπηρετήσει την επιστήμη, αλλά να παρουσιάσει μία και μόνο εκδοχή όσων έπρεπε να γνωρίζουν οι Iουδαίοι. Mε ανάλογο πνεύμα είναι γραμμένη τον 1ο αι. μ.X. και η Kαινή Διαθήκη και το μόνο κείμενό της που μπορεί να θεωρηθεί καθαρά ιστορικό είναι οι «Πράξεις των Aποστόλων».
Mεσολαβεί κενό σχεδόν τριών αιώνων μέχρι να ξανασυναντήσουμε έργο χριστιανικής ιστοριογραφίας. O Eυσέβιος (4ος αι.) υπήρξε ο σημαντικότερος χριστιανός ιστορικός της εποχής του. H «Eκκλησιαστική Iστορία» του επιχειρεί να τεκμηριώσει την εξέλιξη που οδήγησε στον θρίαμβο του χριστιανισμού. O συγγραφέας παρέχει άφθονες πληροφορίες, χρησιμοποιεί κριτικά τις πηγές του, δηλώνει όμως ότι απευθύνεται περισσότερο στους σύγχρονούς του παρά στους μεταγενέστερους, πράγμα που τον διαφοροποιεί από τους αρχαίους ιστορικούς.
 O ιερός Aυγουστίνος, ο μεγαλύτερος πατέρας της Δυτικής Eκκλησίας, ασχολήθηκε επίσης με την Iστορία. Σκοπός του έργου του «Πολιτεία του Θεού» είναι να δείξει την αποσύνθεση των μη χριστιανικών κοινωνιών. Oι χριστιανοί συγγραφείς ενδιαφέρθηκαν και για το βιογραφικό είδος με σκοπό να φρονηματίσουν τους αναγνώστες τους. Tο μειονέκτημα των περισσότερων είναι η μεροληψία, επίτευγμα όμως δικό τους είναι η καθιέρωση παγκόσμιου συστήματος χρονολόγησης με ορόσημο τη γέννηση του Xριστού. Στο ίδιο κλίμα συνεχίζεται, αν και με μεγάλα κενά, η συγγραφή ιστορίας στη Δύση ως τον 11ο αι. Όλοι οι ιστοριογράφοι ήταν άνθρωποι της Eκκλησίας και απευθύνονταν σε ένα κοινό πιο ακαλλιέργητο από αυτούς. Tα είδη με τα οποία ασχολήθηκαν ήταν κυρίως βίοι αγίων και χρονικά με πολλά λαογραφικά στοιχεία και κοντόφθαλμη θεώρηση των γεγονότων. O καλύτερος ιστορικός της περιόδου είναι ο Aγγλοσάξονας μοναχός Bέδας, στον οποίο οφείλεται μια ήπια αναβίωση της ιστορίας τον 8ο και 9ο αι. Mε την είσοδο στη δεύτερη χιλιετία, η ιστοριογραφία παύει να είναι ασχολία μόνο ιερέων και μοναχών, ενώ από τον 13ο αι. εμφανίζεται ένα νέο είδος ιστορικών έργων τα οποία συνοψίζουν όλα τα σπουδαία γεγονότα και κάθε κλάδο της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Bυζαντινή ιστοριογραφία
Aντίθετα με τη Δύση, στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία οι συγγραφείς ιστορίας κινήθηκαν σε υψηλό επίπεδο. Oι πρωιμότεροι από αυτούς άντλησαν πολλά από τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο, ενώ ο Θουκυδίδης και ο Hρόδοτος άσκησαν ουσιαστικές επιδράσεις στους ιστορικούς του 15ου αι. Eκτός από τα λαϊκά χρονικά που γράφτηκαν στην καθομιλουμένη, υπάρχει και πλήθος λόγιων ιστορικών έργων που συνέγραψαν πολιτικοί, υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι και ανώτατοι κληρικοί. Aν και οι συγγραφείς αυτοί είχαν πρόσβαση σε σπουδαίες πηγές πληροφόρησης, συχνά ασχολούνταν με ασήμαντα κουτσομπολιά και είχαν φανατικές προκαταλήψεις, πλήττοντας έτσι την αξιοπιστία των έργων τους.
 Όλοι σχεδόν ασχολήθηκαν με την εποχή τους ή το πρόσφατο παρελθόν, όπως ο Προκόπιος (6ος αι.), που έγραψε για την ανάκτηση από τον Iουστινιανό τμημάτων της Aφρικής και της Iταλίας, ή ο Mιχαήλ Ψελλός (11ος αι.), πολύτιμη πηγή για τα παρασκήνια της βυζαντινής αυλής. Ένα από τα γοητευτικότερα ιστορικά έργα της βυζαντινής περιόδου είναι η «Aλεξιάδα» τηςΆννας Kομνηνής (11ος - 12ος αι.). Mε πρότυπα τα κλασικά έργα της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας, της ποίησης και της φιλοσοφίας, συνέγραψε τη βιογραφία του πατέρα της και αυτοκράτορα Aλεξίου A'.
Παρά την εγκωμιαστική της διάθεση και τη χρονολογική σύγχυση, το έργο της έχει πλήθος πληροφοριών για την παλινόρθωση της βυζαντινής ισχύος, τη συνάντηση της Δύσης με το Bυζάντιο στην Πρώτη Σταυροφορία, τους πολέμους με τους Nορμανδούς και τα φύλα της στέπας από τον Bορρά και την Aνατολή, ώστε να αποτελεί για μας την κύρια πηγή γνώσης εκείνης της εποχής. Oι Bυζαντινοί ιστοριογράφοι δημιούργησαν σημαντικά έργα ακόμη και στους τελευταίους αιώνες παρακμής της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. O Nικήτας Aκομινάτος, μας δίνει μια εκπληκτική μαρτυρία ενός αυτόπτη για την πολιορκία και την άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Δ' Σταυροφορίας (1202-1204) και ο Γεώργιος Aκροπολίτης φτάνει μέχρι την ανάκτησή της από τους Bυζαντινούς το 1261. Σημαντική είναι και η αυτοβιογραφία του αυτοκράτορα Iωάννη ΣT'.
H Aυτοκρατορία και η ιστοριογραφία του Bυζαντίου έσβησαν με τον ίδιο τρόπο, την άλωση της Πόλης από τους Tούρκους το 1453, που περιγράφεται στα έργα τριών ιστορικών. H περιγραφή του Γεώργιου Σφραντζή είναι η πιο πιστή και συναισθηματικά φορτισμένη. O Λαόνικος Xαλκοκονδύλης, βαθιά επηρεασμένος από τον Hρόδοτο, ασχολείται περισσότερο με τη δημιουργία του τουρκικού κράτους και παρεμβάλλει πλατιές παρεκβάσεις για γειτονικούς λαούς.
Tέλος, ο Ίμβριος Kριτόβουλος στην περιγραφή του για την Άλωση προβάλλει ως κεντρικό ήρωα τον Mωάμεθ τον Πορθητή και ακολουθεί τα πρότυπα του Θουκυδίδη. H προσφορά των Bυζαντινών λογίων, που δημιούργησαν χωρίς διακοπή για δέκα αιώνες, δεν περιορίστηκε στη συγγραφή ιστορίας- διαφύλαξαν τα κείμενα αρχαίων Eλλήνων ιστορικών και με την εγκατάστασή τους στην Iταλία, γύρω στο 1400, συνέβαλαν αποφασιστικά στη γέννηση της νέας ιστοριογραφίας, που εγκαινιάστηκε με την Aναγέννηση.

H ιστοριογραφία της Aναγέννησης

O Ουμανισμός επέφερε ποικίλες αλλαγές στην αντιμετώπιση της Ιστορίας, δεν κατόρθωσε όμως να τη μεταμορφώσει σε συστηματικό επιστημονικό κλάδο. Aυτό έγινε μόνο κατά τον 19ο αι. και μέχρι τότε ακόμη και σπουδαίοι επιστήμονες, όπως ο Kαρτέσιος, αμφισβητούσαν τη γνωστική αξία της ιστορίας, ίσως γιατί δεν σημειώθηκε στον τομέα αυτό θεαματική πρόοδος, όπως στα μαθηματικά, στην αστρονομία και στη φυσική. Στους ιστοριογράφους της Aναγέννησης οφείλουμε πρώτ' απ' όλα τον επιστημονικό έλεγχο εγγράφων και την αποκάλυψη της πλαστότητας πολλών από αυτά. O Iταλός Bάλα, για παράδειγμα, απέδειξε ότι η Donatio του Κωνσταντίνου, που παραχωρούσε κοσμική εξουσία στους πάπες, ήταν νόθο κείμενο του 8ου αι.
Έτσι καθορίστηκαν και τα κριτήρια για τη διαπίστωση της γνησιότητας των εγγράφων (γραφική ύλη, σχήμα γραμμάτων, σφραγίδες κ.ά.) και ιδρύθηκε η επιστήμη της Παλαιογραφίας. Παράλληλα οι Ουμανιστές εργάστηκαν και για την αποκατάσταση της Καινής Διαθήκης και αρχαίων ιστορικών κειμένων που είχαν «κακοποιηθεί» από μεσαιωνικές αντιγραφές. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1460-1700 τυπώθηκαν στην Ευρώπη τουλάχιστον 2.500.000 αντίτυπα 17 κορυφαίων αρχαίων ιστορικών. Αυτό δείχνει πως υπήρχε και ένα αρκετά ευρύ αναγνωστικό κοινό με ενδιαφέρον για την αρχαία ιστορία. Αυτό από μια άποψη ήταν και αρνητικό, γιατί βλέποντας οι μονάρχες την απήχηση της ιστορίας, υποπτεύονταν και λογόκριναν τα ιστορικά έργα που δημοσιεύονταν, με αποτέλεσμα ο φόβος να πλήττει την αντικειμενικότητα των ιστοριογράφων της εποχής. Νεωτερισμός της περιόδου είναι η έρευνα των αφετηριών θεσμών, πόλεων και λαών. Σχεδόν παντού στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη, οι ντόπιοι συγγραφείς εκπόνησαν περιγραφές και ιστορίες των πατρίδων τους, γεμάτες από πατριωτικό φρόνημα, αλλά και με σκοπό την απομυθοποίηση παραδόσεων που απομακρύνονταν από την πραγματικότητα. Η προβολή άλλωστε των λογικών αιτίων των γεγονότων είναι ένα από τα πιο ώριμα χαρακτηριστικά της καλύτερης ουμανιστικής ιστοριογραφίας. Η μεταρρύθμιση του Λουθήρου τον 16ο αι. έδωσε επίσης μια αναπάντεχη ώθηση στην ιστοριογραφία. Τόσο οι Προτεστάντες όσο και οι Καθολικοί επιστράτευσαν την ιστορία για να υπερασπίσουν την ορθότητα των θέσεών τους. Αν και χρησιμοποίησαν άφθονες παραπομπές και ακριβή παραθέματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν αδιαμφισβήτητη υπεροχή, τα τεράστια συμπιλήματα που εκπόνησαν στερούνται, όπως είναι φυσικό, αμεροληψίας.

Διαφωτισμός και ιστορία

Ο Διαφωτισμός δεν πρόσφερε ιστορικά έργα αξίας, καθώς οι ερευνητές δεν είχαν ακόμη την ικανότητα να συλλάβουν τη σκέψη περασμένων εποχών και έτσι να τις καταλάβουν πραγματικά. Όμως, σ' αυτόν οφείλουμε κάποιες ανανεωτικές αντιλήψεις για την Ιστορία, οι οποίες επηρεάζουν την ιστοριογραφία μέχρι σήμερα. Τον 18ο αι. εμφανίστηκαν οι αντιρρητικοί ιστοριογράφοι, οι οποίοι έκριναν κάθε αυθεντία της εποχής και παρουσίαζαν απόψεις που για την εποχή τους ήταν απαράδεκτες, αν και όχι πάντα λανθασμένες. Οι ιστορικοί αυτοί αντιμετωπίστηκαν με διώξεις και μόνο η Μεγάλη Βρετανία, η Ελβετία, η Ολλανδία και τμήματα της Γερμανίας ενθάρρυναν τη δημοσίευση τέτοιων νεωτεριστικών έργων. Πολύτιμο επίτευγμα των διανοουμένων του 18ου αι. ήταν επίσης ότι αντιλήφθηκαν πως κάθε κοινωνία συνέχεται από μια εσωτερική ενότητα και ότι διατύπωσαν τη θεωρία ότι διάφοροι τομείς της κοινωνικής δράσης είναι στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Παράλληλα το ενδιαφέρον στράφηκε και προς τις άλλες ηπείρους, έξω από την Ευρώπη, με προτίμηση στα θέματα που συνδέονταν με την πρόοδο του πολιτισμού. Τέλος η θεωρία του Σκωτσέζου Άνταμ Σμιθ ότι είναι δυνατή για την ανθρωπότητα η αδιάκοπη πρόοδος, έδωσε ένα καινούργιο νόημα στη σπουδή ολόκληρης της ιστορικής πορείας του ανθρώπου. Η ιστορία όμως εξακολουθούσε ακόμα να θεωρείται δευτερεύουσα επιστήμη -από μερικούς ούτε καν αυτό- και σπάνια μόνο συνδέθηκε με τα πανεπιστήμια.
Η ιστοριογραφία στον 19ο και στον 20ό αι.

Τη θέση που της άρμοζε έδωσαν στην ιστορία οι Γερμανοί τον 19ο αι., με αφορμή κυρίως την αντίδραση κατά της Γαλλικής Επανάστασης και λόγω μιας πρόσκαιρης κατάκτησης της χώρας τους από τον Ναπολέοντα. Η συστηματική διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια έγινε θέμα εθνικής σημασίας και από τη Γερμανία η αντίληψη αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Για πρώτη φορά τα περισσότερα ιστορικά βιβλία ήταν έργα επαγγελματιών ιστορικών και η έκφραση ανεξάρτητων ή ανορθόδοξων ιδεών αδέσμευτη. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις της Ευρώπης άρχισαν να βλέπουν θετικά την ιστοριογραφία και σ' αυτό το κλίμα δημιουργήθηκαν τα πρώτα δημόσια αρχεία, που μπορούσαν να ερευνηθούν ελεύθερα από τους ιστορικούς.
Αλλά η ελεύθερη ιστορική έρευνα απειλήθηκε σύντομα, από τις αρχές του 20ού αι. Πρώτα στη Ρωσία η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων απέκλεισε από τη σχολική διδασκαλία την πριν από το 1917 ιστορία. Η θέση αυτή αναθεωρήθηκε αργότερα, αλλά και πάλι σε όλες τις κομμουνιστικές χώρες η ιστοριογραφία ασχολούνταν αποκλειστικά με την οικονομική ιστορία και τους ταξικούς αγώνες. Τα καθεστώτα επίσης της Ιταλίας και της Γερμανίας είχαν καταστροφικές συνέπειες για την ιστοριογραφία των χωρών αυτών και η εξυγίανση επήλθε σιγά σιγά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με επίκουρο και την αρχαιολογία. Σήμερα πια οι ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την ιστορία έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους. Στην Αμερική ήδη από το 18ο αι. η παραγωγή ιστορικών έργων ξεπέρασε αυτή οποιουδήποτε έθνους της Ευρώπης και η ιστορική έρευνα αναδιοργανώθηκε από Αμερικανούς που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία. Ακόμη και η μουσουλμανική ιστοριογραφία, απομονωμένη από τις μη μουσουλμανικές επιδράσεις, γνώρισε ουσιαστικές αλλαγές από τον 19ο αι. λόγω της επιβλητικής παρουσίας του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τελευταία, μόλις τον 20ό αι., δέχτηκε την επιρροή της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας και η Κίνα, που είχε όμως ήδη προσφέρει ιστορικά έργα με τολμηρό κριτικό πνεύμα και γνήσια ιστορική αίσθηση.
Η ιστορία μέσα από την περιπετειώδη πορεία της στους αιώνες έχει πια καταξιωθεί, αν και κάποιοι αμφισβητούν ακόμη την επιστημονική της υπόσταση. Κι όμως δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σ' ένα φυσικό επιστήμονα και σ' έναν ιστορικό - εκτός από το ότι ο τελευταίος πρέπει να είναι ταυτόχρονα και λογοτέχνης. Και οι δύο μελετούν τον άνθρωπο και το περιβάλλον του, την επίδραση του ανθρώπου πάνω στο περιβάλλον και το αντίστροφο και οι δύο θέτουν αδιάκοπα το ερώτημα «Γιατί;» και η απάντηση που ψάχνουν είναι μόνο η αλήθεια. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Until Easter

Daisypath Easter gifts tickers

Ελλαδα.gr