Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Αχιλλεας


O   Αχιλλέας, γιος του  Πηλέα και της Νηρηίδας  Θέτιδας, ήταν ο πιο ικανός και άξιος πολεμιστής από τους Αχαιούς ήρωες. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο, στέλνοντάς τον στη Σκύρο, αποδείχτηκε άκαρπη.
Αν και δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ο Αχιλλέας αποφασίζει να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων του, του ιδιαίτερου ρόλου που θα παίξει ο ίδιος στη διεξαγωγή του πολέμου, καθώς και του γεγονότος ότι, εξαιτίας της απόφασης αυτής, θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πρόωρο θάνατο.

Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κένταυρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει.
Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά και που τα είχε γεννήσει η ’ρπυια Ποδάργη. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο.

Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.

Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας. Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά. Τα λάφυρα από αυτές τις εκστρατείες τα παρέδιδε πάντα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, ο οποίος, αφού κρατούσε για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, μοίραζε τα υπόλοιπα με επιλογή ή με κλήρο.

Για τη συμπεριφορά αυτή του Αγαμέμνονα φαίνεται ότι ο Αχιλλέας παραπονέθηκε αρκετές φορές. Οι εκστρατείες αυτές πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδοτικές και για τον Αχιλλέα, μια που η σκηνή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους λάφυρα (σκλάβες, άλογα, όπλα, τρίποδες, κούπες, χρυσάφι κλπ.). ’λλοτε πάλι πιάνει αιχμαλώτους και τους πουλάει σε γειτονικά νησιά, όπως τον Λυκάονα, το γιο του Πρίαμου. Κάποτε μάλιστα θα έπιανε και τον Αινεία, το γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του στα βοσκοτόπια της Τροίας. Ο Αινείας τον είδε έγκαιρα και τράπηκε σε φυγή. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε μέχρι τη Λυρνησσό, την οποία τελικά κυρίευσε, ο Αινείας όμως διέφυγε με την παρέμβαση της θεάς μητέρας του .

Αλλά και στις συγκρούσεις των Αχαιών με τους Τρώες στο πεδίο της μάχης η παρουσία του Αχιλλέα είναι καταλυτική. Προκαλεί αναρίθμητες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των Τρώων. Στο τέλος όμως του ένατου χρόνου ή στις αρχές του δέκατου και καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την Τροία βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, οργίστηκε με τη δεσποτική απόφαση του Αγαμέμνονα να του πάρει τη Βρισηίδα. Η πληγωμένη περηφάνια του Αχιλλέα τον οδήγησε στο να αποτραβηχτεί από κάθε πολεμική σύγκρουση. Ταυτόχρονα ζήτησε από τη θεά μητέρα του να πείσει τους θεούς να δώσουν τη νίκη στους Τρώες.

Και πράγματι η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Του κόστιζε, είναι η αλήθεια, η αποχή του από τη μάχη. Κάθε φορά που έβλεπε από τη σκηνή του κάποιον Αχαιό να γυρίζει πληγωμένος, έστελνε να μάθει για την ταυτότητά του.

Τελικά, όταν φτάνει η κατάσταση στο απροχώρητο, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, για να υποστηρίξει τους Αχαιούς.

Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, ρίχτηκε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του. Έσπειρε τότε τον πανικό στις τάξεις των Τρώων σκοτώνοντας πάρα πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να κλειστούν στο κάστρο της Τροίας. Μετά από δραματική μονομαχία σκότωσε και τον Έκτορα. Στη συνέχεια έθαψε με τιμές τον Πάτροκλο και διοργάνωσε προς τιμή του επιτύμβιους αγώνες. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο.

Τα αποτελέσματα του θυμού του Αχιλλέα ήταν ολέθρια για τους Αχαιούς. Το θυμό του αυτόν θα τον καταραστεί στη συνέχεια. Η μετάνοιά του όμως θα έρθει πολύ αργά για τον Πάτροκλο και για όσους άλλους είχαν σκοτωθεί.

Τα Οπλα του Αχιλλεα


Και φτιάχνει πρώτα μια τρανή και στιβαρή ασπίδα παντού στολίζοντάς τη.

Και βάζει γύρω της λαμπρό τρίφυλλο μεταλλικό στεφάνι , όπου δένει το λουρί το ασημένιο.

Πέντε μετάλλου στρώματα έχει η ασπίδα. Σκάλιζει πάνω της πολλά στολίδια , με τη σοφή των δυο χεριών του τέχνη.

Στη μια μεριά φτιάχνει τη γη , τον ουρανό στην άλλη , αλλού τη θάλασσα και τον ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη .

Σ` άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει , τ` άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό.

Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα και την ’ρκτο, που ’μαξα μερικοί την ονομάζουν ,

  γιατί γύρω από τον εαυτό της στρέφεται και τον Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται.

Φτιάχνει και δυο όμορφες πόλεις θνητών ανθρώπων. Στη μία γάμοι γίνονται , συμπόσια μεγάλα , νύφες προβάλλουν από τα σπίτια τους και οι λαμπαδηφόροι από την πόλη περνούν κι αντιλαλούν τραγούδια , γαμήλια , πολλά.

Νέοι χορευτές στριφογυρνούν κι ανάμεσα τους κιθάρες και αυλοί παίζουν . Οι γυναίκες μπροστά στην πόρτα στέκονται και θαυμάζουν

Κόσμος συρρέει στην αγορά , όπου καβγάς θεριεύει. Δυο άντρες εκεί μαλώνουνε για την εξαγωρά ενός άντρα σκοτωμένου.

Ο ένας λέει πως τα έχει όλα ξεπληρώσει και βεβαιώνει το λαό , ενώ ο άλλος ισχυρίζεται πως τίποτα δεν πήρε.

Και οι δύο τέλος θέλουν στο δικαστή να πάνε , απόφαση να βγάλει. Οι άνθρωποι γύρω και τους δύο τους επιδοκιμάζουν και τους υποστηρίζουν.

Οι κήρυκες τον κόσμο συγκρατούσαν και οι γέροντες κάθονται πάνω σε λαξεμένους λίθους , μέσα στον κύκλο τον ιερό , στα χέρια τους κρατώντας τα ραβδιά των μεγαλόφωνων κηρύκων .

Σε αυτά έπειτα στηρίζονται και δικάζουν , καθείς με τη σειρά του . Και είναι στη μέση καταγής δύο τάλαντα χρυσά , για να δοθούν μετά τη δίκη σε όποιον πιο δίκαια μιλήσει .

Γύρω από την άλλη πόλη στρατοπεδεύουν δύο στρατοί πολυπληθείς με αστραφτερά τα όπλα . Δύο γνώμες έχουν κατά νου , ή να την καταστρέψουνε ή να μοιράσουνε στα δύο όσα πολύτιμα αγαθά η πόλη μέσα κρύβει .

Μα οι άλλοι (μέσα) δεν υποχωρούν και οπλισμένοι κρυφά παραμονεύουν . Στο τείχος πάνω στέκονται και το φρουρούν γυναίκες παντρεμένες , μικρά παιδιά και άντρες γερασμένοι .

Οι άλλοι (έξω) ξεκινούν . Ο ’ρης και η Αθηνά η Παλλάδα είναι μπροστά , χρυσοί και οι δύο , χρυσά φορώντας ρούχα , όμορφοι , μεγαλόσωμοι , όπλα κρατώντας . Έτσι , θεοί αυτοί , απ` όλους ξεχωρίζουν . Οι άνθρωποι είναι μικρότεροι .

Φτάνουν σε τόπο που μπορούν να στήσουνε καρτέρι , σε ποταμό που πήγαιναν και πότιζαν τα ζώα , και καλυμμένοι κάθονται πίσω από τα λαμπερά , χάλκινά τους όπλα .

Πέρα , ψηλά , στέκονται δύο σκοποί στρατιώτες , που αγναντεύουν πρόβατα και βόδια με γυριστά τα κέρατα .

Γρήγορα περπατούν αυτά , με δυο βοσκούς κατόπι , που χαρούμενοι παίζουν τη φλογέρα . Το δόλο δε μυρίζονται .

Οι άλλοι (από την πόλη) σαν τους βλέπουν τρέχουν επάνω τους , γοργά τα κοπάδια των βοδιών και των αρνιών των άσπρων ξεχωρίζουν , σκοτώνουν και τους δυο βοσκούς .

Οι άλλοι (έξω) ακούν φωνή πολλή κοντά στα βόδια , εκεί που κάθονται στην ιερή συναγωγή συναθροισμένοι , αμέσως στα άλογα τα γοργοπόδαρα ανεβαίνουν και τους φτάνουν .

Σε μάχη παρατάσσονται και πολεμούν στου ποταμού τις όχθες . Με χάλκινα κοντάρια αλληλοχτυπιούνται .

Ανάμεσά τους η Έριδα , η Ταραχή της μάχης , του θανάτου η ολέθρια Μοίρα , άλλον κρατώντας ζωντανό μα μόλις πληγωμένο , άλλον απλήγωτο και άλλο νεκρό , στη μάχη σέρνοντάς τον από τα πόδια , ρούχο φοράει κόκκινο στους ώμους , βαμμένο από των ανθρώπων το αίμα .

Στριφογυρνούν και πολεμούν σαν ζωντανοί ανθρώποι και σέρνουν των νεκρών τα πτώματα ο ένας του άλλου. Ακόμα φτιάχνει (πάνω στην ασπίδα) χωράφι με χώμα μαλακό και εύφορο , τρεις φορές οργωμένο .Αγρότες πάνω του πολλοί στρέφουνε τα ζευγάρια και πάνω κάτω τα οδηγούν .

Κάθε φορά που στρίβουν στην άκρη του αγρού τους , κάποιος γλυκόπιοτο κρασί τους δίνει χέρι χέρι κι όταν γυρίζουν τη στροφή , ακολουθούν το αυλάκι , μέχρι να φτάσουνε βαθιά στου χωραφιού την άκρη .

Κι αυτό μαυρίζει πίσω τους , μοιάζει σαν οργωμένο κι ας είναι από χρυσό . Με θαυμαστή τη χύτευση , σαν θαύμα μοιάζει . Φτιάχνει ακόμα πάνω της κτήμα βασιλικό που το θερίζουνε εργάτες κρατώντας στα χέρια τους κοφτερά δρεπάνια .

  Κι άλλα δεμάτια πέφτουνε στη γη μέσα στ` αυλάκια κι άλλα με καλαμόσχοινα δένουν οι δεματάδες . Τρεις από αυτούς εκεί στέκονται και δένουν . Πίσω μαζεύουν τα παιδιά , τα κουβαλούν στις αγκαλιές και βιαστικά τα δένουν .

  Ανάμεσά τους στέκει σιωπηλός ο βασιλιάς τους , σκήπτρο κρατώντας επάνω στο αυλάκι , χαρά γεμάτος . Κήρυκες λίγο πιο μακριά τραπέζι ετοιμάζουν κάτω από βελανιδιά .

  Βόδι μεγάλο σφάζουν και ετοιμάζουν , ενώ οι γυναίκες κοσκινίζουνε πολύ λευκό αλεύρι , οι εργάτες για να φάνε . Κι επάνω της βάζει μεγάλο αμπέλι , σταφύλια γεμάτο , όμορφο , χρυσό .

Μαύρα έχει εκείνο τα τσαμπιά και μ` ασημένια δίχαλα στηρίζονται τα κλήματα ως την άκρη . Στις δυο πλευρές χαράζει αυλάκι από κύανο και φράχτη σηκώνει τριγύρω από κασσίτερο.

  Ένα δρομάκι μοναχό φτάνει μέχρι τ` αμπέλι και το περνούν κουβαλητές , σαν γίνεται ο τρύγος . Κορίτσια και αγόρια νεαρά και χαρούμενα το μελιστάλακτο καρπό μέσα σε πλεχτά κοφίνια κουβαλάνε .

  Κι ανάμεσά τους ένα παιδί παίζει γλυκιά κι οξύφωνη κιθάρα , και τραγουδάει όμορφα , με τη λεπτή φωνή του . ’λλοι το συνοδεύουνε στο όμορφο τραγούδι , βγάζουν κραυγές , χτυπούν τα πόδια τους στη γη κι ακολουθούν .

Φτιάχνει ακόμα πάνω της κοπάδι βόδια με κέρατα όρθα , από χρυσό φτιαγμένα και κασσίτερο . Τα βόδια μουγκρίζουνε κι από το σταύλο τρέχουν για βοσκή στο βουερό ποτάμι , πλάι στο λυγερό καλαμιώνα .

Τέσσερις χρυσοί βοσκοί τα βόδια ακολουθούνε κι εννέα γοργοπόδαρα σκυλιά τους συνοδεύουν . Δύο λιοντάρια τρομερά στα πρώτα βόδια ανάμεσα έχουν αρπάξει ταύρο που μουγκρίζει .

  Μουγκρίζει γοερά καθώς μακριά τον σέρνουν . Πίσω του τρέχουνε σκυλιά και άντρες γεροδεμένοι . Μα τα λιοντάρια σκίζουνε του μεγαλόσωμου βοδιού το δέρμα , σπαράσοντας τα σωθικά και πίνοντας το μαύρο του αίμα .

Οι βοσκοί μάταια σπρώχνουν τα γρήγορα σκυλιά τους να ορμήξουν . Τα σκυλιά δεν το τολμούν , λιοντάρια να δαγκώσουν . Κοντά τους μόνο στέκονται , γαβγίζουν , ξαναφεύγουν .

  Φτιάχνει ακόμα πάνω της ο φημισμένος θεός με τα γερά τα χέρια , βοσκοτόπι σε όμορφο λιβάδι , με πρόβατα άσπρα και πολλά και στάνες και σκεπαστά καλύβια και μαντριά .

Κι ο ξακουστός θεός , ο δυνατός στα μπράτσα , τη στολίζει με χοροστάσι, όμοιο με εκείνο που κάποτε μες στη παλιά Κνωσσό ο Δαίδαλος για την ωριοπλέξουδη Αριάδνη με τέχνη είχε φτιάξει.

  Νέοι ελεύθεροι και νεαρές παρθένες ,που προίκα δίνουν οι γαμπροί βόδια για να τις πάρουν , εκεί χορεύουν , πιασμένοι μεταξύ τους από τους καρπούς.

Λεπτά υφάσματα φορούν οι κοπελιές για ρούχα και οι νιοί χιτώνες έχουνε, λινούς καλοπλεγμένους , που αμυδρά γυαλίζουνε φτιαγμένοι από λάδι. Αυτές φοράνε όμορφα στεφάνια κι αυτοί μαχαίρια έχουνε χρυσά κι απ` τα ασημένια τα λουριά τους κρεμασμένα .

  Κι άλλοτε τρέχουν ελαφριά με γυμνασμένα πόδια , τόσο ελαφριά , όσο το εργαλείο του τροχού με τα χέρια του δοκιμάζει καθιστός ο κεραμοποιός αν θα γυρίσει .

  ’λλοτε πάλι τρέχουν σε σειρές , αντίκρυ η μια στην άλλη . Κόσμος πολύς στέκει εκεί , γύρω από τον ερωτικό χορό κι ευχαριστιέται . Ανάμεσά τους ψάλλει θείος τραγουδιστής και παίζει την κιθάρα .

Από την αρχή του τραγουδιού δύο ακροβάτες στροβιλίζονται στη μέση . Βάζει ακόμα πάνω της ποτάμι , δυνατό και μεγάλο , τον Ωκεανό , στο ακριανό στεφάνι ολόγυρα της στεριοκάμωτης ασπίδας.

2 σχόλια:

Until Easter

Daisypath Easter gifts tickers

Ελλαδα.gr